- αναφτέριασμα
- το см. αναφτερούγιασμα;
τό σύγκρυο αναφτέριασμα τού τρόμου — содрогание от страха; — холодная испарина от страха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό σύγκρυο αναφτέριασμα τού τρόμου — содрогание от страха; — холодная испарина от страха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναφτεριάζω — 1. ανοίγω τα φτερά για να πετάξω ή τα ανοίγω από φόβο 2. βγάζω φτερά (για νεοσσούς) η πράξη αναφτέριασμα … Dictionary of Greek